- συνορούω
- συνορούω,A rush on together,
συνόρουσαν ἐναντίοι A.R.2.88
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνόρουσαν ἐναντίοι A.R.2.88
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνορούω — Α ορμώ, τρέχω μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρούω «σηκώνομαι και ορμώ βίαια, επιτίθεμαι»] … Dictionary of Greek